Επίκαιρα Θέματα:

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

O ΚΥΡ-ΠΑΝΤΕΛΗΣ και ο ΑΝΤΩΝΗΣ

       Ένα παραμύθι του Βασίλη Ταχτσίδη
         Ήταν ένα γλυκό χειμωνιάτικο δειλινό. Ο ήλιος έβαφε κατακόκκινη σαν αίμα τη θάλασσα, καθώς  χανότανε  πίσω από τον ορίζοντα.. Δε θα μπορούσε να διαλέξει πιο κατάλληλη νύχτα για ψάρεμα, Αλκυονίδες μέρες βλέπεις, η παρέα του Αντώνη,             η Μερικλέρ και ο Μπένι ο χοντρός, όπως τον φωνάζανε χαϊδευτικά.

         Ο βράχος που επέλεξαν να καθίσουν ήταν ο πιο μεγάλος στην περιοχή και δέσποζε πάνω από τη θάλασσα. Αν τον κοιτούσες από απόσταση και υπό γωνία, ήταν ολόιδιος ο θρόνος του Δία στον Όλυμπο, μόνο που στο πλάτωμά του, προς το μέρος της θάλασσας, είχε θέσεις μόνο για τους τρεις. Τώρα τι δουλειά είχε η Μερικλέρ με δυο μαντραχαλαίους, μόνο κορίτσι στην ερημιά μαζί τους, δεν ξέρω. Αλλά φαινόταν ξεκάθαρα πως αυτή ήταν η αρχηγός της παρέας.
         Οι σκιές πίσω τους μεγάλωναν και η ολόφυτη πλαγιά, πάνω από τον βράχο που στέκονταν, όλο και βυθιζόταν στο σκοτάδι. Τα βαρίδια είχαν ριχτεί στη θάλασσα, μαζί και τα αγκίστρια τους, τα καλάμια σε συστοιχία και το καρούλι που ψάρευε ο Αντώνης, λίγο πιο πίσω, από τις πέτρες που έβαλε για κόντρα.
          Ο Αντώνης στα πρώτα ατομικά του ψαρέματα έβαζε μόνο μία πέτρα πάνω στην πετονιά, μπροστά απ’ το καρούλι του. Ήταν ολότελα δικιά του και την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Την είχε βάψει κι όλας, με όλα τα χρώματα της Άνοιξης. Ψάρια όμως δεν έπιανε, καθώς αυτά τραβούσαν πότε κατά ΄δώ, πότε κατά ΄κεί, ξεγλίστραγε η πετονιά κάτω από την πέτρα του και το καρούλι του μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν’ στ’ ανοιχτά. Είδε κι απόειδε ότι δεν έπιανε τίποτα, την πέταξε στη θάλασσα και έψαξε για άλλη. Έψαξε πολύ, προτού να διαλέξει ξανά την μπλε. Ήταν πολύ πιο μεγάλη και πολύ πιο παλιά από τη δική του και κατά πως φάνηκε του έφερε και γούρι. Έκανε καλές ψαριές στην αρχή, μα τα ψάρια, πονηρά, σαν τον κατάλαβαν, τραβούσαν μια στα δεξιά, μια προς τ’ αριστερά, ξεγλίστραγε πάλι η πετονιά και του ξέφευγαν. Αργότερα η εμπειρία του στο ψάρεμα, βελτίωσε κατά πολύ την τεχνική του. Ζήτησε από το φίλο του τον Μπένι, να τον βοηθήσει με την δική του πέτρα. Τις βάλανε το λοιπόν δίπλα-δίπλα μπροστά από το καρούλι του Αντώνη. Η πέτρα του φίλου του, παλιά κι αυτή, και με την πρασινίλα ακόμα πάνω της, αν και ραγισμένη απ’ τον καιρό, φάνηκε στην αρχή ότι τη δουλειά της την έκανε πολύ καλά. Νομίσανε ότι έστησαν την τέλεια παγίδα. Έλα μου όμως που από την πολύ τη διάβρωση η πέτρα του Μπένι διέλυσε.  
            Η προηγούμενη περίοδος ήταν πολύ κουραστική για τους φίλους, μα τώρα αραγμένοι στην ακροθαλασσιά, γεμάτοι άγχος για το μέλλον τους , αγναντεύοντας όλο ελπίδα το πέλαγο, περίμεναν καρτερικά το πρώτο τσίμπημα και σιγοτραγουδούσαν στο ρυθμό που έδινε η Μερικλέρ στο τραγούδι τους:
           - Θα σας πάμε μακριά, σ’ άλλη γη, στα πέρα μέρη!!
            - Να’ χαμε κι ένα χοιρομέρι!! συμπλήρωνε λίγο παράφωνα αλλά ευφυέστατα και με ευφράδεια όπως πάντα,  ο  χοντρός της παρέας.
            To τραγούδι και τα χωρατά συνεχίζονταν. Ξαφνικά μέσα στη νύχτα, το καρούλι του Αντώνη σα να σύρθηκε πάνω στον βράχο. Οι χαρούμενες φωνές τους κόπηκαν απότομα. Απόλυτη σιωπή. Το σύρσιμο ξανακούστηκε, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Τα βλέμματα και οι φακοί όλων στράφηκαν κατά κει που ακούστηκε το σύρσιμο και είδαν το καρούλι του Αντώνη που σφηνώθηκε με δύναμη ανάμεσα στις πέτρες, που είχε βάλει λίγο πιο μπροστά του, για κόντρα. Δυνατό το χτύπημα. Ο Αντώνης έτρεξε  και έπιασε την πετονιά. Τρελάθηκε από τη χαρά του. Το ψάρι ήταν ακόμα αγκιστρωμένο στην άκρη της. Άρχισε να τραβάει σιγά-σιγά. Κάθε χεριά και πιο κοντά. Η αγωνία στο κατακόρυφο.  -Έλα, μια–δυο χεριές ακόμα, έλα. Ο Κυρ-Παντελής ξεπρόβαλε εκεί που σκάει το κύμα. Έκανε σπασμωδικές κινήσεις δεξιά κι αριστερά, δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Είχε φάει καλά το δόλωμα και ήταν γερά πιασμένος στο αγκίστρι. Ο Αντώνης τον τράβηξε γεμάτος περηφάνια πάνω στα βράχια. Σήκωσε ψηλά την πετονιά όλο καμάρι. Ίσα που πρόλαβε να θαυμάσει το τρόπαιό του. Ο Κυρ-Παντελής με δύο αποφασιστικά τινάγματα ξαγκιστρώθηκε και βρέθηκε, μπλούμ, ξανά στο νερό.
          -Καλά, ρε, Αντώνη, τι κάνεις; Οι αλαφιασμένες φωνές των φίλων του έκαναν ακόμα χειρότερα την απογοήτευσή του. Εκείνη την ώρα αν τον έκοβες, αίμα δεν θα ‘βγαζε. Τα παπαγαλάκια που ακολουθούσαν πάντα τον Αντώνη, όπου κι αν πήγαινε, και για έναν αδιευκρίνιστο; και ανεξήγητο; λόγο έπαιρναν πάντα το μέρος του, προσπάθησαν να απαλύνουν την κατάσταση.
          -Καλά, πώς κάνετε έτσι, ένα ψαράκι ξέφυγε, δεν χάλασε κι ο κόσμος, είπαν όλα μαζί και συμπλήρωσαν με ένα στόμα: -Είδατε όμως, το πάλεψε γενναία, δεν μπορείτε να το αμφισβητήσετε αυτό.
          Την ίδια στιγμή λίγα μέτρα πιο πέρα, στον βυθό, ο Κυρ-Παντελής κολυμπούσε όλο και πιο γρήγορα και σύντομα βρέθηκε με τους φίλους του.
           -Πού να σας τα λέω παιδιά! Πήρα μια τρομάρα απόψε! Είδα τον χάρο με τα μάτια μου. Είδα το τηγάνι της Μερικλέρ να με ξεροψήνει.
           Οι φίλοι του τον κοίταζαν σαστισμένοι και άφωνοι. Μόνο η Μουρμούρα ψέλλισε μέσα από τα χείλη της:
           -Εμείς το βλέπαμε το κακό που ερχότανε. Βλέπαμε την πετονιά να σε τραβάει στα βράχια και δεν κάναμε τίποτα για να το εμποδίσουμε, να σε υπερασπιστούμε.
            Ο κυρ Παντελής μες στην τρελή χαρά συνέχισε:
             κεί να δείτε τον παππού πώς κάνει πιρουέτες. Μια στα πλάγια, μια ψηλά και στον παράδεισο ξανά ο κυρ-Παντελής. Τέτοιο θάρρος δεν περίμενα ότι το είχα.
         Ύστερα όλοι μαζί κίνησαν για την συνηθισμένη τους βόλτα στον ύφαλο.
          Ο κυρ-Παντελής πέρασε μια δύσκολη ζωή, συνέχεια προσπαθώντας για ένα καλύτερο αύριο γι αυτόν και για τους απογόνους του. Μόχθησε γι αυτό σκληρά εργαζόμενος και φτύνοντας αίμα. Γέρασε μαθαίνοντας κάθε μέρα πώς να αποφεύγει τα δύσκολα κατατόπια, τις παγίδες και όλα αυτά που δελέαζαν την σκέψη του, αλλοίωναν και  έλεγχαν τις πράξεις του. Αλλά στην πρόκληση σε ‘κείνου του ζουμερού και πολλά υποσχόμενου σκουληκιού, δεν μπόρεσε να αντισταθεί 11111111σαν ψάρι που ήταν .
         Σαν κόντεψαν, πρώτος ο Χάνος που πήγαινε μπροστά, πρόσεξε την ασυνήθιστη κίνηση και σήμανε αμέσως συναγερμό. Καρχαρίες και άλλα αρπακτικά γυρόφερναν τον ύφαλο, σαν καλεσμένοι σε συμπόσιο. Οι μαριδούλες και οι γαρίδες έντρομες έκαναν πίσω, προσπαθώντας να κρυφτούν ανάμεσα στους άλλους.
         Στη θάλασσα υπάρχει τάξη και αρμονία, το κάθε ζωντανό και πράγμα έχει τη θέση του. Υπάρχουν νόμοι και κανόνες. Άγραφοι μεν αλλά σεβαστοί στο ακέραιο απ’ όλους. Κανένας μα κανένας ποτέ δεν σκέφτεται να τους παραβιάσει. Οι μαριδούλες και οι γαρίδες γνώριζαν πολύ καλά ποιος την πληρώνει στα τσιμπούσια των Καρχαριών. 
         Ύστερα είδαν την πινακίδα :
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΟΣ
ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΑΚΤΗ
πληρ.: Εταιρεία Περιορισμένης Πολιτικής Ευθύνης
με τους εκπροσώπους των ιθαγενών θα ακολουθήσει διαπραγμάτευση.
             -Υπέροχα! Να μια καλή ιδέα, φώναξε ενθουσιασμένος ο Κεφαλο…..ς.. -Να μια καλή ευκαιρία να μπούνε τα πράγματα στη θέση τους. Όχι που θα τους ρωτήσουμε κι όλας, αν θα αποξηράνουμε τη θάλασσα, συμπλήρωσε.
            -Τα αφεντικά, αφεντικά και τα βατράχια δούλοι , όχι που θα περάσουν οι παλαιοκομουνιστικές αντιλήψεις, επιδοκίμασε ο Ντινο….ς σαρκαστικά  .
            -Ας μην τα πάρουμε όλα εμείς, ας δώσουμε κάτι τις και στους άλλους. Μαζί τα φάγαμε θα τους λέμε και να δεις που θα το πιστέψουνε, είπε ο Παγκάσιους και κοίταξε με νόημα τους άλλους . Φαινόταν καλός, δεν τα ήθελε όλα για πάρτη τους.
             Τα άλλα ψάρια δεν συμμερίζονταν την άποψή τους και κοίταζαν έκπληκτα την πινακίδα. Όχι, τα ματάκια τους δεν ήταν έτσι από παλιά, τότε ήταν που γουρλώθηκαν και τους έμεινε.
            Ο Κυρ Παντελής τίναξε με δύναμη την ουρά του, όλος θυμό. Ακόμη είχε τα σημάδια χαραγμένα πάνω στην πλάτη του, απ΄ όσα τράβηξε στο διάβα της ζωής του. Όχι δεν ήταν επαναστάτης, αγανακτισμένος ήταν που έβλεπε τους αγώνες των προγόνων του και τους δικούς του να πηγαίνουν χαράμι . Ο ύφαλος αυτός είναι ολάκερη η ζωή του. Θέλεις η φυσική του θέση, θέλεις ότι τον ευλόγησε ο θεός, θέλεις ότι θέλεις κι ότι εσύ κι αν λες, ήτανε ένας υπέροχος ύφαλος. Βρισκόταν καταμεσής της Ανατολής και της Δύσης, του Βορρά και του Νότου. Τριγύρω του πελάγη και αμέτρητα νησιά. Και τι δεν είχε από πλούτο και κάλος φυσικό. Οι πρόγονοί του με νύχια και με δόντια πολέμησαν αμέτρητες φορές για να τον υπερασπιστούν από τους ξένους. Ελπίδα και θέληση τους ήταν να ζήσουν οι απόγονοί τους ελεύθεροι και ευτυχισμένοι πάνω          σ’ αυτόν τον τόπο και  τριγύρω του.
             Ξάφνου ένοιωσε το αίμα στις φλέβες του να παγώνει. Η εταιρεία, η παρέα του Αντώνη, είχε μαζί της όλους τους πονηρούς και δυνατούς, τις σουπιές, τις μέδουσες, τις λίγδες, τα χταπόδια, τους κυνηγούς, τους καρχαρίες . Είχε όλα τα μέσα, δίκτυα, καμάκια, παραγάδια, δολώματα. Ο τρόμος τον κυρίεψε και έβλεπε με τη φαντασία του την κορμάρα του στο τηγάνι της Μερικλέρ, ξεροτηγανισμένη. Αν φαγώθηκε όπως ήταν ολόκληρος με μια χαψιά, ή κομμάτι - κομμάτι δεν θέλησε να το φανταστεί, αλλά ούτε στους πιο τρομακτικούς του εφιάλτες, δεν είχε δει τον εαυτό του στον αφρό ανάσκελα να επιπλέει. Σακατεύτηκε, τα μισά πλευρά του σπασμένα, ήθελε και πιρουέτες ο κακομοίρης στα γεράματα. Δεν καθότανε  εκεί στ΄ αγκίστρι του Αντώνη, μία ψυχή πούνε να βγει, ας βγει να τελειώνουμε. Σάματις σαν το πάλεψε για να ζήσει έχει κάποιον να αγωνιστεί μαζί του για τα δικαιώματά τους, για ένα καλύτερο αύριο; Ήθελε, ήλπιζε και νομίζει πως έχει.
             Εδώ οι ίδιοι αυτοί που τώρα ζητάνε  την ψήφο του και από πολύ καιρό πριν την είχαν ξανά και ξανά ζητήσει λέγοντας πως το μόνο μέλημα τους ήτανε η πρόοδος αυτού του τόπου και του λαού του και συνεπακόλουθα (αυτό δεν το λέγανε) μόνο η δική τους, και ανταμείφθηκαν, λακίσανε από τα οράματά τους και συντάσσονται πλέον με τον πολιτικό τους αντίπαλο για μία αδρά αμειβομένη θέση.
ΌΧΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΝΤΙΑ !!!! κουτοπονηράδα είναι.
          Αυτοί από τη μεριά τους καλά κάνουνε. Εμείς ήμαστε απλά τα κορόιδα, όπως και πολύ καλά μας θεωρούνε σκέφτηκε και αναρωτήθηκε. Αν όλα αυτά ήταν με κόστος ζωής ή τιμής ξέρεις πως αυτοί θα λειτουργούσαν: Το μόνο που ξέρει είναι πως θα συμπεριφερόταν ο ίδιος και πως πρέπει να λειτουργήσει τώρα. 
           -Καλά εγώ θα την κάνω από νωρίς και θα ξεφύγω από τα βάσανα . Δεν θα δω αυτά που θα συμβούν, που θα ναι και ακόμα χειρότερα ΑΝ;;;;. σκέφτηκε
Αν δεν αφήσεις την ψυχή σου να σαλπάρει ,
μια ζωή θα είσαι κολλημένος στο λιμάνι,
δεμένος και γερά στο παλαμάρι
         τραγούδησε και όρμησε ακάθεκτος στο βυθό.
          Όχι αυτό δεν πρέπει να περάσει έτσι. Άμα είσαι  βουλιαγμένος στα σκ ….ά , ένα σωσίβιο μόνο από του δε φτάνει. Πρέπει και άλλοι να βάλουν πλάτες για να σωθείς.     
         Ήθελε να αγωνιστεί με όση δύναμη είχε για όλα τα ζωντανά του βυθού, για τον ύφαλο, για την ίδια του τη ζωή. Έπρεπε να αγωνιστεί για τους απογόνους του, που ούτε και ήξερε το πόσοι και που είναι. Πάντως πρέπει να ήτανε πολλοί και σε πολλούς άλλους υφάλους, χώρια αυτοί που κατά καιρούς φαγώθηκαν στα διάφορα τσιμπούσια των καρχαριών στο παρελθόν.
          Όχι δεν ήταν παραμύθια αυτά που έζησε ο Κυρ-Παντελής. Πάντα εκεί έξω θα βρίσκεται κάποιος Αντώνης με την παρέα του και θα μας δελεάζουν σαν ψάρια με τα ζουμερά και πολλά υποσχόμενα σκουλήκια τους.
          Εκείνος έζησε και όμορφες στιγμές…..Έζησε !  τα άλλα ψάρια όμως ; 
   ΌΠΟΙΑ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΛΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΗ . ΓΙΑΤΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΓΡΑΨΕΙ ΤΟΣΟ ΓΛΑΦΥΡΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. ΑΛΩΣΤΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΕΧΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ << ΚΑΙ ΖΗΣΑΝΕ ΑΥΤΟΙ  ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ>>  ΝΟΜΙΖΩ;;;;;;;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικοτατο μπραβο του Βασιλη.

Το Προφίλ μας